του Ζαν Ανούιγ
Η Μήδεια του Ανούιγ είναι μια γυναίκα που διεκδίκησε το απόλυτο… στη ζωή… στον έρωτα. Υπερέβη την κοινωνική δεοντολογία, υπερέβη τον καθωσπρεπισμό της.
Ως γνήσια ηρωίδα το παίρνει πάνω της… αναλαμβάνει, απαιτεί… αρνείται να γεράσει, αρνείται να συμβιβαστεί …να ενταχθεί στον κόσμο των ενηλίκων…
Γιατί η Μήδεια είναι να υπακούει, να χαμογελάει, να στολίζεται για να του αρέσει. Έπρεπε να του πάνω απ’ όλα ένα αθώο κορίτσι, μια μικρή κόρη, αγνή και απαιτητική. Μια γυναίκα που εξακολουθεί να πιστεύει στα παραμύθια. Βιώνει το κοριτσίστικο παραμύθι της , ακολουθεί τον πρίγκιπά της στη δική του εκστρατεία. Για χάρη του πρόδωσε, σκότωσε, έσφαξε… κι αν τη λένε ανυπότακτη, εκείνη είναι δοσμένη ολόψυχα… σύγκορμα… στο μοναδικό ναύτη της δικής της εκστρατείας. Έπρεπε να δώσει το Χρυσόμαλλο Δέρας που τόσο ήθελε, να τον περιμένει ξαπλωμένη… ορθάνοιχτη. Κι όταν ο πρίγκιπας, ο ξακουστός Ιάσωνας, αποφασίζει να γίνει άνθρωπος , να συμβιβαστεί “ταπεινά”, όπως έκαναν και οι άλλοι πριν από αυτόν και πιο απλά από αυτόν… όταν την εγκαταλείπει… το αθώο κορίτσι πεθαίνει.
Το απόλυτο γίνεται σχετικό… Ο έρωτας, πορνεία… Τότε η οργή της ξυπνά… Η ηρωίδα μέσα της ξαναγεννιέται… και χτυπά θανάσιμα. Ο Jean Anouilh χρησιμοποιεί το μύθο της βάρβαρης πριγκίπισσας, της «παιδοκτόνου» Μήδειας, για να μας δώσει μέσα σ’ ένα φλογερό και παθιασμένο περιβάλλον… μαθήματα ανθρωπιάς, μαθήματα αξιοπρέπειας, μαθήματα ζωής.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΓΟΥ
Μετά από μια δεκαετή περιπλάνηση γεμάτη περιπέτειες, γεμάτη εγκλήματα, το μοιραίο ζευγάρι Μήδεια – Ιάσωνας καταφθάνει στο λιμάνι της Κορίνθου, με την ελπίδα να βρει άσυλο και ειρήνη.
Η Μήδεια αναμένει μαζί με τα παιδιά της και την Τροφό, την επιστροφή του αγαπημένου της. Ο χωρισμός θα ήταν πρόσκαιρος. Ήχοι πανηγυριού, που ακούγονται από μακριά, την αναστατώνουν. Η διαίσθηση της, της αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό… της το επιβεβαιώνει η έλευση ενός φαντάρου σταλμένου από τον ίδιο τον Ιάσωνα. Ο αγαπημένος της πρόκειται να παντρευτεί την επόμενη κιόλας μέρα, την κόρη του τοπικού άρχοντα. Οι συμμαχίες και τα συμφέροντα αποδεικνύονται πιο ισχυρά απ’ τον απόλυτο έρωτα που βίωσε επί 10 χρόνια το καταραμένο ζευγάρι.
Σαν να μην έφτανε αυτό έρχεται αυτοπροσώπως ο ίδιος ο άρχοντας του τόπου να της επιβεβαιώσει επισήμως την είδηση … να διώξει τη ‘’βάρβαρη’’ μακριά από την πόλη του. Της ανακοινώνει ότι τα δύο της παιδιά θα παραμείνουν στην Ελλάδα, ακολουθώντας τον πατέρα τους, στο συμβιβασμό του.
Η Μήδεια επιδιώκει να τον πείσει να συναντήσει έστω και για λίγο τον σύντροφό της, να προστατέψει ό,τι μπορεί από τα παιδιά της. Το μόνο που καταφέρνει… να πείσει τον Κρέοντα να την αφήσει με τα παιδιά της για μια τελευταία νύχτα. Η έλευση του Ιάσωνα κατά τη διάρκεια αυτής, η τελευταία τους συνάντηση ξετυλίγει το κουβάρι μιας σχέσης που αντικατοπτρίζει την αιώνια διαμάχη των δύο φύλων. Τη διαμάχη δύο κόσμων.
Εξηγήσεις δίνονται εκατέρωθεν αλλά το τελικό αποτέλεσμα δε μπορεί να είναι τίποτα άλλο, παρά ένας οδυνηρός χωρισμός.
Θολωμένη από την οργή και την πίκρα της η «βάρβαρη» πριγκίπισσα καταστρώνει το μοιραίο σχέδιο εκδίκησης. Δίνει οριστικό τέλος και ξεριζώνει για πάντα από μέσα της ό,τι έχει σχέση με τον άπιστο σύντροφό της.
Σκοτώνει τα παιδιά της, καίει τα πάντα, αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του Ιάσωνα, θέλοντας να “μην αφήσει τίποτα πίσω της, παρά μια μαύρη κηλίδα”.
Και η ζωή συνεχίζει την πορεία της…
ΕΚΔΟΧΗ-ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Η ενασχόληση της ομάδας Altera Pars με το μύθο της Μήδειας, παίρνοντας αφορμή από κείμενα του Ευριπίδη και του Jean Anouilh έχει ως σκεπτικό τη διαδρομή της γυναίκας – Μήδειας μέσα στο χρόνο, προσδίδοντας σε αυτήν, την σύγχρονη οπτική μιας παράστασης βασισμένης στην ίδια τη ζωή οπού οι ήρωες «βλέπουν» την πραγματικότητα και εξεγείρονται. Νοιώθουν ισχυροί, διεκδικούν, επαναστατούν. Προφέρουν το «όχι» με όλο τους το είναι. Αρνούνται να εξαγοράσουν την ευδαιμονία με την αυταπάτη και το συμβιβασμό.
Εδώ, η βάρβαρη Μήδεια με πολύ πιο τραχύ τρόπο, φωνάζει κι εκείνη «όχι». Δε γνωρίζει τι σημαίνει υπομονή ή μετάνοια. Εξεγείρεται έντονα ξεπερνώντας τις Μήδειες της λογοτεχνικής παράδοσης. Οι κατάρες της εξαπολύονται εναντίον της γενιάς των δικαίων. Έρχεται σε σύγκρουση και αντιπαράθεση με τον Ιάσωνα, σε μια αιώνια πάλη αρσενικού- θηλυκού, ο οποίος συμβιβάζεται. Μολονότι τυχοδιώκτης, έχοντας ζήσει περιπλανήσεις και περιπέτειες, τώρα επιθυμεί ν’ ανακόψει την πορεία του προς το χάος και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του, όσο πιο ήρεμα μπορεί.
Στη συγκεκριμένη σύνθεση της Μήδειας όλα μεταθέτουν τα συνταρακτικά γεγονότα, συνηρημένα μέσα στην ιστορία αυτών των δύο παράδοξων, τυχοδιωκτικών υπάρξεων και στη σύγκρουση των δύο διαφορετικών κόσμων τους.
Από τη μία η Μήδεια είναι δεμένη ακόμα με τον παλαιό κόσμο της πρωτόγονης μαγείας κι απ’ την άλλη ο Ιάσωνας εμφανίζεται ως «τραγικός» μάγος του ρασιοναλισμού και προγραμματισμού. Δυο διαφορετικές κοσμοθεωρίες, δυο διαφορετικοί ήρωες – χαρακτήρες που διεκδικούν δικαιωματικά ότι θεωρούν ότι τους ανήκει. Ο αιώνιος αγώνας των δύο κόσμων συνεχίζεται «σε αυτόν του φόνου… και αυτόν του Ιάσωνα».
Ζητούμενο της παράστασης είναι να αναδείξει το αδιέξοδο του έρωτα και του πάθους. Τις οριακές καταστάσεις που τείνει ο ανθρώπινος νους, το ανεξέλεγκτο των συναισθημάτων.
Η Μήδεια μέσα στον ερωτικό πόνο και τη «στέρηση» όλων εκείνων που συνέθεταν τον κόσμο της, δείχνει την αληθινή της πλευρά και θέση, μέσω των οποίων καταδεικνύεται και η θέση του ανθρώπινου όντος που δεν παύει να διεκδικεί το απόλυτο μέχρι τέλους.
Στην σύνθεση αυτών των κειμένων που χρησιμοποιήσαμε – αναβιώνουμε το μύθο – Μήδεια, σε μια πιο απλοποιημένη μορφή του, με αποσπάσματα από τον Ευριπίδη και βασισμένοι στον Ανούιγ. Στηριζόμαστε κυρίως σ’ ένα μύθο που διαγράφει μια διαδρομή αρχέγονης διαμάχης, οργής, πάθους, μίσους και εκδίκησης προσαρμοσμένη σ’ ένα πιο οικείο και καθημερινό επίπεδο, της προδομένης και ατιμασμένης κλίνης, στο ρεαλιστικό επίπεδο της πλουτοθηρίας του νέου, πλούσιου, βασιλικού κρεβατιού. Όλα έχουν μετατεθεί σε πιο χαμηλή και πρωταρχική κλίμακα ανθρωπίνων σχέσεων και συναισθημάτων. Βασίζονται σ’ ένα «κώδικα αξιών» που διέπουν τις σχέσεις της ηρωίδας και αυτές αι την ειδοποιό διαφορά του κώδικα της Μήδειας από τον κώδικα του Ιάσωνα, ενώ συνιστούν κσυγχρόνως είναι προφανές ότι πρόκειται για απόλυτα αποδεκτές γυναικείες αξίες.
Χρησιμοποιώντας οπτικό –ακουστικά μέσα διατρέχουμε στο χρόνο διαγράφοντας την όλη πορεία της ηρωίδας στο χώρο και στο χρόνο, κάπου αλλού – κάπου εδώ – οπουδήποτε…
Εμβαθύνουμε στην ύπαρξη ενός ατόμου αναρχικού, ανυπότακτου, ακόμη και στους κανόνες της ίδιας του της αναρχίας και – συνεπώς – ευρισκόμενου έξω από τους κανόνες της κοινωνικής δεοντολογίας. Παρακολουθούμε την καταδίκη της στείρας εξέγερσης του ατόμου ενάντια στους άλλους ανθρώπους. Στη σημερινή εποχή, ο επαναστατημένος είναι μόνος του, αγωνίζεται στο κενό. Οι υπόλοιποι – ως απλοί θεατές – τον παρατηρούν καθώς αγωνίζεται, πληγώνεται και δε νοιώθουν παρά περιφρόνηση, και οίκτο για την απέραντη μοναξιά του επαναστατημένου. Κρίνουν και καταδικάζουν την παρανοϊκή αλαζονεία εκείνου που επιθυμεί την αγνότητα.
Η επανάσταση, η δράση καθώς και η εκδίκηση είναι υπόθεση γυναικών, οι οποίες διαθέτουν κάποια «στοιχεία αρρενωπότητας»: Αντιγόνη, Ευρυδίκη, Ηλέκτρα, Ζαν Ντ’Αρκ. Επιζητούν το απόλυτο μ’ ένα τρόπο που ταιριάζει σε εφήβους ακόμη κι όταν απέχουν πολύ απ’ την εφηβεία: Μήδεια. Έτσι, κάνουν την επιλογή τους,,, και η πράξη τους φέρει τη σφραγίδα της ελευθερίας τους. Κυκλοφορούν μέσα στο έργο κυριευμένοι από την έμμονη ιδέα τους ή τυφλωμένοι από το πάθος και καταλήγουν ν’ αφανίζονται φτάνοντας στα έσχατα του πεπρωμένου τους.
Η Μήδεια δεν κινητοποιείται μόνο από το πάθος αλλά και από συνείδηση και γνώση. Διότι η γυναίκα είναι δειλή στα όπλα. Όταν όμως αδικείται, ως γυναίκα ή ως σύζυγος αποκτά δύναμη για εκδίκηση. Nιώθοντας βαθιά «ταπεινωμένη» αφ’ ενός αναλογίζεται τις θυσίες και τα εγκλήματα που έχει διαπράξει για χάρη του Ιάσωνα και αφ’ ετέρου, σχεδιάζει την εκδίκησή της. Μετά την εκδίκηση νιώθει πως έχει νικήσει τον Ιάσωνα.
Προχωράει πέρα από την την στερεότυπη εικόνα της «αντιπαθούς» ηρωίδας που διψάει για εκδίκηση, ξεφεύγει από το στερεότυπο της παιδοκτόνου και εμφανίζεται ως μία παθιασμένη γυναίκα που προδίδεται και εξ αιτίας αυτής της προδοσίας εκδικείται. Διέπεται από έναν ιδιόμορφο-ιδιότυπο κώδικα αξιών που προσιδιάζει αυτού των εφήβων και όχι των ενηλίκων. Δεν ακολουθεί κοινωνικούς κανόνες και καθώς πρέπει συμπεριφορά. Εντάσσεται σε ένα μοντέλο αναζήτησης του απόλυτου έρωτα. Όταν προδίδεται, «χτυπάει», ακολουθώντας αυτόν τον προσωπικό της κώδικα. Οι πράξεις της φαντάζουν ιερές γιατί υπηρετούν το όραμά της.
Μέσα από την αντίθεση αυτή, καθίσταται σαφής και η διαφορά των δύο φύλων: η άνετη ζωή του άντρα, ο οποίος θα μπει τελικά στο «κοινωνικό παιχνίδι» και ο συνεχής αγώνας της γυναίκας, η οποία επιμένει να είναι ο εαυτός της. Η Μήδεια αντιμετωπίζει χωρίς φόβο αυτή την παράλογη και ασήμαντη ζωή, ενώ ο Ιάσων προστατεύει τον εαυτό του με μια αυταπάτη, η οποία ελπίζει να του φέρει λήθη και ευδαιμονία. Κοντά στον Ιάσωνα η ηρωίδα έγινε γυναίκα και εξοικειώθηκε με το έγκλημα. Τώρα αισθάνεται ότι γίνεται η ίδια, έμβλημα τρόμου. Δε θα περιμένει μοιρολατρικά. Θα δράσει για να βοηθήσει το πεπρωμένο. Η ηρωίδα σχεδιάζει τα εγκλήματά της προκειμένου να εκδικηθεί τον Ιάσωνα, αδιαφορώντας και για τη δική της ζωή. Μόνο με το θάνατο είναι δυνατό να πάψει η απάτη, η ντροπή, ο συμβιβασμός και ο κόσμος που τα δημιούργησε. Ο αρχαίος τραγικός ήρωας ντύνεται με τα ρούχα μας, μιλάει τη γλώσσα μας και επιχειρηματολογεί – σαν σύγχρονός μας-.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ALTERA PARS
ΣΥΜΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΚΑΛΛ/ΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Δ.ΒΟΛΟΥ – Κ.Ε.
TRAILER Παράστασης:
Κριτικές
Ο ρόλος της Μήδειας είναι μια πρόκληση για τον σύγχρονο ρασιοναλιστικό χριστιανικό δυτικό πολιτισμό μας. Μια αιμοσταγής μαύρη μάγισσα από τα βάθη της Ανατολής που κατέχει απόκρυφες τεχνικές εξασφάλισης της αιώνιας νεότητας, της ευγονίας, αλλά που στερείται κάθε αναστολής να σκοτώσει ανελέητα, να αφανίσει με τον πιο φρικτό τρόπο τους εχθρούς της, ακόμα και τους εξ αίματος συγγενείς της, όταν σταθούν εμπόδια στ ην εκπλήρωση των απολύτως εγωιστικών, ατομιστικών αυθαίρετων, παράλογων, παρορμητικών, ενστικτωδώς τιθεμένων στόχων της. Είτε πρόκειται για την Μήδεια του Ανούιγ, το πρόβλημα παραμένει το ίδιο. Πώς παρουσιάζεις στη σκηνή αυτό το ξωτικό χωρίς να σοκάρεις τους θεατές; Πώς κρατάς τις ευαίσθητες ισορροπίες ανάμεσα στην ταύτιση του κοινού με την δαιμονική βάρβαρη γυναίκα, και την αποστασιοποίηση του κοινού από την ωμή, απροκάλυπτη βιαιότητα; Καμία μοιχεία δεν δικαιολογεί το σφάξιμο των ίδιων σου των τέκνων. Τουλάχιστον όχι στον σύγχρονο δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό μας. Άρα, τι κάνουμε; Ποιο σκηνοθετικό όραμα μπορεί να γεφυρώσει τα ασυμβίβαστα; Ποια ηθοποιός θα κινηθεί με αρμονική ευλυγισία ανάμεσα στο τερατώδες και στο λογικό; Στη «Μήδεια» του Ευριπίδη υπάρχει ένας μακρύς αγώνας λόγων, μεταξύ Μήδειας και Ιάσονα, όπου και οι δύο επιχειρηματολογούν «εν ψυχρώ» σε ίσους χρόνους, λες και βρίσκονται σε δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας, αντιτάσσοντας λογικά επιχειρήματα, λες και εκδικάζεται αγωγή διαζυγίου σε ένα σύγχρονο πρωτοδικείο, χωρίς ύβρεις, υστερίες και μάταιους θεατρινισμούς. Στη Μήδεια του Ανούιγ, επίσης αυτοψυχαναλύονται ομιλώντας ο Ιάσονας και η Μήδεια, λίγο πριν το βίαιο τέλος. Στην συμπαραγωγή του «Θεατρικού Οργανισμού ALTERA PARS» και του «Καλλιτεχνικού Οργανισμού – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Δήμου Βόλου- Κ.Ε», είδα με πολύ ενδιαφέρον τη «Μήδεια» του Ανούιγ σε σκηνοθεσία Πέτρου Νάκου, με τον ίδιο στο ρόλο του Ιάσονα και τη Μίνα Χειμώνα στο ρόλο της αιμοσταγούς μάγισσας Μήδειας, και θαύμασα τις παλινδρομούσες ισορροπίες που βρήκαν αυτοί οι δύο έμπειροι θεατράνθρωποι μεταξύ ωμού ρεαλισμού και ελεγχόμενου ονειρικού, μαγικού σουρεαλισμού. Ειδικά στην σχεδόν κινηματογραφική κεντρική σκηνή της σύγκρουσης των δύο πρώην εραστών και συζύγων, ο θεατής παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα το έρεβος και το μεγαλείο αυτών των δύο υπάρξεων που αναγκάζονται ν’ αλλάξουν πορεία, αλλά δεν μπορούν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον. Πολύ ενδιαφέρουσα η σκηνή της μαγικής, της τελετουργικής αφύπνισης, της τρομακτικής ενέργειας της κουνταλίνι, όταν η βάρβαρη μάγισσα «ξαναβρίσκει» τον εαυτό της –όπως άλλωστε της ζήτησε ο πρώην σύζυγός της «να είναι ο εαυτός της». Πάνω σε μία ρωμαϊκού τύπου αρένα κι αφού έχει τελειώσει η λεκτική μονομαχία των δύο πρωταγωνιστών, η Μίνα Χειμώνα χορεύει οργιαστικά, σε διονυσιακή σχεδόν έκσταση, χτυπώντας τις πατούσες της δυνατά στο πάτωμα σαν να πρόκειται να τρυπήσει το έδαφος και να βγει στον πυρωμένο πυρήνα της γης, σα να πρόκειται να ζεστάνει τον κόκκυγά της με τη λάβα των ηφαιστείων, σα να πρόκειται να βουτήξει τι ερπετό της σπονδυλικής της στήλης στο άρρητο δισκοπότηρο της Γαίας…Δεν έχω λόγια για να περιγράψω αυτή τη μεγαλειώδη σκηνή, όπου σκηνοθέτης και ηθοποιός επιτυγχάνουν να δικαιολογήσουν σκηνικά, τους αποτρόπαιους φόνους των αθώων τέκνων από την ίδια τους τη μάνα. Περιμένω να δω την εξαίρετη ηθοποιό και θεατρολόγο Μίνα Χειμώνα στην ορχήστρα της Επιδαύρου να ερμηνεύει τη «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου, που έχει, νομίζω, «καινήν γλαύκαν» να κομίσει στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Αυτή η «ροκ-διονυσιακή» προσέγγισή του σε ετερόκλητα θεατρικά έργα είναι μια σημαντική παρακαταθήκη , κι –ελπίζω- ικανή και αναγκαία συνθήκη για να τον εκτινάξει στον γαλαξία των μεγάλων σκηνοθετών του νέου ελληνικού θεάτρου. Για λόγους θεατρικής δικαιοσύνης – και παρ’ όλο που οι δύο πρωταγωνιστές έκλεψαν την παράσταση- οφείλω να τονίσω την εξαίρετη, συγκρατημένα ρεαλιστική ερμηνεία της Αλέκας Τουμαζάτου που έδωσε μια Τροφό ιδιαίτερα προσγειωμένη και αχόρταγη για τις χαρές της ζωής. Επαρκής –αν και κάπως πομπώδης- ο Χρήστος Χαρμπάτσης ως Κρέων, προσεκτικός και κάπως αμήχανος ο Σίμος Κυπαρισσόπουλος στο ρόλο του φοβισμένου Νεαρού που φέρνει –δυο φορές- τα κακά μαντάτα στην αιμοσταγή, τρομακτική μάγισσα. Ιδιαίτερα ατμοσφαιρικοί και λειτουργικοί οι φωτισμοί του Παναγιώτη Μανούση, η ζωγραφική-γλυπτική του Σταύρου Διακουμή, τα κοστούμια της καλαίσθητης Δέσποινας Χειμώνα. Διακριτική η μουσική που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Παπασπυρόπουλος. Πλαστική και ρεαλιστικά αφαιρετική η κίνηση των ηθοποιών που δίδαξε η Μαρία Αλβανού. Το video art 2forMotion που φιλοτέχνησαν η Αγγελίνα Βοσκοπούλου και ο Στέλιος Σάρρος συμπλήρωσε με άκρως αισθητικό τρόπο την αναίτια βιαιότητα στη σκηνή της τεκνοκτονίας. Τη μετάφραση-απόδοση του κλασικού κειμένου του Jean Anouilh υπογράφει η ομάδα Altera Pars. Μα χάθηκαν οι καταξιωμένοι λογοτέχνες-μεταφραστές, ή να υποθέσω ότι λόγοι οικονομικής λιτότητας οδήγησαν σε αυτή την αναγκαστική επιλογή;
Κωνσταντίνος Μπούρας, Περιοδικό “ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ”, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010
«…Πρόκειται για ένα πρωτοποριακό ανέβασμα του έργου, ο νεαρός σε ηλικία σκηνοθέτης προτείνει σύγχρονη απόδοση των κειμένων και των ηθοποιών, ενώ η μεγάλη εμπειρία των πρωταγωνιστών, εγγυάται την άρτια υποκριτική στάθμη της παράστασης».
ΝΕΟΣ ΤΥΠΟΣ 12/2/2010
«…Ο Πέτρος Νάκος, χρησιμοποιώντας μια πολύ καλή μετάφραση, που υπογράφει η «Altera Pars», άφησε τους ήρωές του σε μια σκοτεινή, θολή ατμόσφαιρα, σαν μετά από μάχη, με κυρίαρχο στη σκηνή ένα ρίνγκ όπου η Μήδεια θα δώσει κατά του Ιάσονα τον τελικό, υπέρ πάντων αγώνα από τον οποίο κανένας δεν θα βγει νικητής.»
Γιώργος Σαρηγιάννης , Τα Νέα, 24-25/4/2010
Για χάρη του έρωτα η Μήδεια γίνεται αλύγιστη ″φαρμακίς″ σκοτώνει πρώτα τον πατέρα της , τον αδερφό της και ο αιμάτινος κύκλος ολοκληρώνεται με τον χαμό των παιδιών της. Ο Κρέων δίχως μεγαλοπρέπεια, παρουσιάζεται με το σύγχρονο πρόσωπο της εξουσίας, λαϊκός εξουσιαστής, ασυγκίνητος από την συμφορά....την σύγχρονη καυτή αλήθεια της ανθρωπότητας. Η παράσταση είναι ιδιαίτερη, συγχαρητήρια σε όλους τους συντελεστές, ιδιαίτερα στην Μίνα Χειμώνα για την ερμηνεία της. Νομίζω πως η σκηνοθεσία του Πέτρου Νάκου είναι καταπληκτική το ίδιο και η μουσική του Παπασπυρόπουλου, τα μοντέρνα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα.
Χαρά Κιούση, news247.gr, 18/4/2010
Ο Ζαν Ανούιγ, ό,τι έκανε με την «Αντιγόνη» του, έκανε και με τη «Μήδειά» του. Μετέγραψε, πραγματικά εκσυγχρονιστικά, αυτά τα δύο πρόσωπα, κατεβάζοντάς τα από το επίπεδο του μύθου, στο επίπεδο της ζωής, της πραγματικότητας, αλλά και χωρίς να τα απομακρύνει από τη μυθολογική «καταγωγή» τους και από το ποιητικό ήθος του αρχαίου πρωτοτύπου τους και χωρίς να μειώνει το τραγικό μέγεθός τους. Εξοχου ποιητικού ρεαλισμού, με οικείο λόγο, η Μήδεια που έπλασε ο Ζαν Ανούιγ, είναι ένα βαθύτατα και βαρύτατα πάσχον πλάσμα. Οικουμενικό, διαχρονικό και σύγχρονο. Πάσχει η σάρκα, η ψυχή της, το μυαλό της, η συνείδησή της για τους φόνους που έκανε από έρωτα και μόνο. Πάσχει σαν ερωτευμένη, εξαρτημένη από τη σαρκική ηδονή, γυναίκα. Σαν προδομένη σύζυγος. Σαν μάνα. Σαν ξένη, πρόσφυγας, ξεριζωμένη από τον τόπο της. Πάσχει και η ανθρώπινη αξιοπρέπειά της, από την προδοτική, ψυχρή, συμφεροντολογική «λογική» του ατομιστή άντρα και πατέρα των παιδιών της, Ιάσονα, που προσβλέποντας σε μελλοντική εξουσία, ετοιμάζεται να παντρευτεί, την κόρη του εξουσιαστή Κρέοντα. Ο Ιάσονας είναι ένας καιροσκόπος. Ψυχρός, ασυγκίνητος, αχάριστος. Η Μήδεια, μια φλεγόμενη ύπαρξη. Δεν αντέχει και δεν αποδέχεται τη δυστυχία της. Γίνεται η ίδια φορέας – όργανο της δυστυχίας και για τους άλλους και για την ίδια. Γίνεται φόνισσα της αντιζήλου της, σφάζει τα παιδιά της και σφάζεται και η ίδια. Δεν φεύγει με το άρμα του Ηλιου στους ουρανούς, όπως στον αρχαίο μύθο. Το σαρκίο της, νεκρό μένει στη γη, για να βασανίζει τη μνήμη και τη συνείδηση του υπαιτίου αυτής της πολυπρόσωπης τραγωδίας. Το έργο σε απόδοση του θιάσου «Altera Pars» σκηνοθέτησε λιτά, ρεαλιστικά αλλά και ατμοσφαιρικά, ο Πέτρος Νάκος, με συντελεστές τον αφαιρετικό σκηνικό χώρο του Σταύρου Διακουμή, τα καλαίσθητα κοστούμια της Δέσποινας Χειμώνα, τους σκιερούς φωτισμούς του Παναγιώτη Μανούση (οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί έκαναν εντελώς περιττή την τόσο πια ξεπερασμένη, τελικώς αχρείαστη χρήση αερίων, των οποίων έγινε κατάχρηση από τον σκηνοθέτη), την εκφραστική κινησιολογία της Μαρίας Αλβανού, το βίντεο των Αγγελίνας Βοσκοπούλου – Στέλιου Σάρρου, τη μουσική επιμέλεια του Δημήτρη Παπασπυρόπουλου. Η Μίνα Χειμώνα, με στέρεο λόγο, με εκφραστική δύναμη και δραματικό μέτρο ερμήνευσε τη Μήδεια. Γόνιμοι υποκριτικά είναι και οι Πέτρος Νάκος, Αλέκα Τουμαζάτου, Σίμος Κυπαρισσόπουλος και Χρήστος Χαρμπάτσης.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 21/4/2010
Συνεντεύξεις
Συνέντευξη στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2010 του free press περιοδικού της Σύρου ″Serious″
Συνέντευξη της Μίνας Χειμώνα στην Τζένη Παπαζίου