Διάλογος – Ο Κορμοράνος

Διάλογος – Ο Κορμοράνος

της Ναταλίας Γκίνσμπουργκ

Δυο μονόπρακτα γραμμένα σε απόσταση 20 χρόνων που μοιάζουν το ένα να είναι η συνέχεια του άλλου. Τα 20 χρόνια που μεσολάβησαν δεν άλλαξαν και πολλά στις σχέσεις ανδρών και γυναικών τα ίδια τρεμάμενα βήματα. Οι ίδιες ρωγμές στις σχέσεις και τις ψυχές των ανθρώπων η επάρκεια και σταθερότητα των ανδρών εμφανίζεται σαθρή και οι ψευδαισθήσεις των γυναικών συντηρούνται ες αεί. Όλοι είμαστε ανικανοποίητοι.

Ο Διάλογος είναι αυτό ακριβώς που υποδηλώνει η λέξη: ένας κοινότοπος διάλογος γύρω από την
καθημερινότητα ενός απλού ζευγαριού, ένα πρωινό όπως όλα τ’ άλλα. Μιλούν ακατάπαυστα για όλους
και για όλα χωρίς να επικοινωνούν ουσιαστικά. Το απόλυτο κενό της συνύπαρξης δεν γεμίζει ούτε όταν οι αποκαλύψεις αγγίζουν επτασφράγιστα μυστικά. Και οι αντι-ήρωες της Γκίνσμπουργκ επιστρέφουν στον απόλυτο συμβιβασμό, σαν να μη συνέβη τίποτα, είναι άλλωστε ένα πρωινό, όπως όλα τ’ άλλα.

Στον Κορμοράνο η ηρωίδα ταυτίζεται με το περήφανο πουλί, που έγινε γνωστό κατά τη διάρκεια του
πρώτου πολέμου στον Κόλπο, όταν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία όλου του κόσμου, «έπαιξαν» πλάνα
οικολογικής καταστροφής. Η απεγνωσμένη προσπάθεια του συμπαθέστατου πτηνού να πετάξει με τα φτερά
του βουτηγμένα στη πίσσα και το πετρέλαιο συγκίνησαν τότε εκατομμύρια τηλεθεατών. Το ίδιο και η
ηρωίδα του έργου, όταν μάταια επιχειρεί να πείσει τον πρώην σύντροφό της να είναι ξανά μαζί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγγραφέας έσβησε λίγες μέρες μετά τη συγγραφή αυτού του έργου (1991).
Η Ναταλία Γκίνσμπουργκ αφήνει τη ποίηση να κάνει την περισσότερη δουλειά και να μετατρέψει την απλή
καθημερινότητα σε έργο τέχνης. Η σκηνοθεσία, καθαρά κινηματογραφική, εμπνευσμένη από τον ιταλικό
νεορεαλισμό, αγγίζει με τρυφερότητα τα μικρά απροστάτευτα και αιωρούμενα πλάσματα της Γκίνσμπουργκ.
Γιατί αυτές μας οι αδυναμίες είναι που μας κάνουν αξιαγάπητους

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει κανείς διαβάζοντας τον «Διάλογο» και τον «Κορμοράνο» είναι μια απαλή απογοήτευση. Μοιάζει να μην συμβαίνει τίποτα. Στον αναγνώστη , ενδεχομένως ακόμα και στον ίδιο τον θεατή το κείμενο αφήνει τη γεύση του ανικανοποίητου. Από την μία πλευρά ο Φραντσέσκο και η Μάρτα, από την άλλη ο Ντάριο και η Φιορέλλα: Λίγες πληροφορίες , καμία σκιαγράφηση χαρακτήρων, καμία περιγραφή σκηνικού περιβάλλοντος. Θα μπορούσαν να είναι οποιoδήποτε ζευγάρι. Φυσιολογικός, απλός κόσμος: διανοούμενοι βέβαια-τουλάχιστον ο φιλόδοξος αλλά καταπιεσμένος συγγραφέας Φραντσέκτο ή ο δημοσιογράφος Ντάριο, σύντροφοι και οι δύο δραστήριων γυναικών, δυναμικών όλοι τους ανήκουν σε μια μεσοαστική τάξη που ταλαντεύεται κομψά μεν, σταθερά δε, από το ένα άκρο στο άλλο, αναζητώντας ακόμα την πραγματική της ταυτότητα. Δύο ζευγάρια παρόμοια , ιδωμένα σε απόσταση είκοσι ετών. Ο «Διάλογος » γράφτηκε το 1970 και ο «Κορμοράνος» το 1991 λίγο πριν το θάνατo της συγγραφέως. Δύο παράθυρα που ανοίγουν στο τυχαίο, στο καθημερινό. Θα μπορούσαν να είναι σε οποιοδήποτε σπίτι. Στο δικό μας. Χωρίς καμία ρητορική. Χωρίς κανένα πνεύμα αιωνιότητας. Χωρίς αξιώσεις αλήθειας. Είναι μικρά πορτραίτα μίας Ιταλίας σε μια διαδρομή σαράντα χρόνων. Έχοντας πλέον ξεπεράσει την ευφορία της δεκαετίας του ΄60 , της λαμπρής μεν αλλά απογοητευτικής επανάστασης του ΄68, με απελευθερωμένη πλέον την ηθική, οι αστικάτοικοι των μητροπόλεων αντί-ήρωες της Γκίνσμπόργκ πετάνε προς το πουθενά. Επιπλέον σε σύννεφα ασημαντότητας. Στην πραγματικότητα οι Κορμοράνοι που χρήζουν προστασίας είναι καταβάθος-είμαστε καταβάθος-όλοι εμείς. Μικρά απροστάτευτα πλάσματα, αιωρούμενα στην άκρη του γκρεμού. Είμαστε εμείς που φοβόμαστε τον πόνο , τον θάνατο, την μοναξιά. Είναι μοναχικοί οι ήρωες της Γκίνσμπουργκ. Έτσι ήταν το 1970, έτσι παραμένουν και σήμερα.

ΒΙΝΤΕΟ Παράστασης

 

Κριτικές

″Δύο μονόπρακτα που πρωταγωνιστές τους έ¬χουν δύο ζευγάρια τα οποία μάταια προ¬σπαθούν να συνυπάρξουν, να ανακαλύψουν ο ένας τον άλλο, να επικοινωνήσουν ουσια¬στικά, και είναι θύματα του τρόπου ζωής που ε¬πιβάλλουν οι μεγαλουπόλεις στους κατοίκους τους, οδηγώντας τους σε αδιέξοδα και σε συναι¬σθηματική απομόνωση, είναι αυτά που με επιτυ¬χία φιλοξενούνται στο «Altera Pars». Μονόπρα¬κτα που έγραψε η σημαντική Ναταλία Γκίνσαμπουργκ και που ακούνε στους τίτλους «Διάλογος» και «Κορμοράνος». Διάλογος - Ο Κορμοράνος Ο «Διάλογος» γράφτηκε το 1970 και ο «Κορμοράνος» το 1991 από την εμπνευσμένη αυ¬τή συγγραφέα. Στο πρώτο μονόπρακτο έχουμε έ¬να ζευγάρι να κάνει διάλογο για το τίποτα! Μιλούν ακατάπαυστα για όλα και για όλους, χω¬ρίς να επικοινωνούν ουσιαστικά. Είναι μαζί αλλά και δεν είναι. Το απόλυτο κενό της συνύπαρξής τους δεν γεμίζει ούτε καν όταν εκείνη αποφασί¬ζει να του μιλήσει για τον εραστή της... Αδιέξοδη σχέση, αδιέξοδος γάμος... Ο «Κορμοράνος» είναι εμπνευσμένο από τον υ¬πέροχο κορμοράνο, το περήφανο πουλί που έγι¬νε... διάσημο κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέ¬μου στο Ιράκ, όταν πλάνα που έκαναν τον γύρο του κόσμου, το αποθανάτισαν να προσπαθεί να βγει από τη μολυσμένη από πετρέλαιο θάλασσα χωρίς να καταφέρει όμως να πετάξει προς την ελευθερία του... Η ηρωίδα του μονόπρακτου ταυτίζεται με τον κορμοράνο όταν μάταια προσπαθεί να ξανακερδίσει τον έρωτα του πρώην συντρόφου της. Θέλει να ανοίξει και πάλι τα φτερά της, αλλά δεν μπορεί να συμβεί αυτό πλέον. Αδιέξοδη κι αυτή η σχέση, όπως και η προηγούμενη... Ο Πέτρος Νάκος υπογράφει τόσο τη μετάφραση των δύο αυτών μονόπρακτων όσο και τη σκηνοθεσία τους. Η παράσταση που έστησε στον φιλόξενο πολυχώρο «Altera Pars» είναι λιτών και καθαρών γραμμών. Γρήγοροι οι ρυθμοί της -σχεδόν κινηματογραφικοί-, εξαιρετική η ατμόσφαιρά της και καίριες οι λύσεις-θέσεις του. Αρωγοί του ο Angelo Saracini, που έφτιαξε ένα αφαιρετικό μα εξόχως λειτουργικό σκηνικό, η Μαρία Κοντοδήμα, που έφτιαξε τα όμορφα κο-στούμια της παράστασης, και κυρίως η Κατερίνα Μαραγκουδάκη, που φώτισε με θαυμάσιο τρόπο τα επί σκηνής δρώμενα, κλέβοντας τις εντυπώσεις συχνά-πυκνά. Η Μίνα Χειμώνα, με υποκριτική δεινότητα, «ντύνεται» τις δύο ηρωίδες των μονόπρακτων με δεξιοτεχνικό τρόπο. Στον «Διάλογο» γίνεται με αποτελεσματικότατα η ηρωίδα που συζητά χωρίς να... συζητά με τον σύζυγό της, που πνίγεται από την καθημερινότητά της κι ελπίζει να «αποδράσει». Και στις σκηνές που το όνειρό της γκρεμίζεται, η ηθοποιός είναι εξαιρετική, για να «απογειωθεί» στο δεύτερο μονόπρακτο, όπου γίνεται ένας άλλος... κορμοράνος! Προσπαθεί μάταια να φέρει πίσω τον άντρα που αγάπησε, μα όσο κι αν προσπαθεί δεν τα καταφέρνει. Η απόδοσή της στο κομμάτι αυτό είναι από τις αρτιότερες της καριέρας της. Οσο για τον Κώστα Τερζάκη, στέκεται επάξια στο πλευρό της και στα δύο μονόπρακτα. Με εντονότατη σκηνική παρουσία, με υποκριτική ακρίβεια, «ντύνεται» τους δύο διαφορετικούς άντρες και εντυπωσιάζει με το μέτρο που διαθέτει αλλά και τη σπάνια εσωτερικότητά του. Γρήγοροι οι ρυθμοί της – σχεδόν κινηματογραφικοί, εξαιρετική η ατμόσφαιρα της και καίριες οι λύσεις –θέσεις του.″

B. Mπουζιώτης    Έθνος της Κυριακής    2004-5

Η Ναταλία Γκίνσμπουργκ ανήκει σε κείνη την «αντιφασιστική» γενιά συγγραφέων που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα με την ανθρωποκεντρική φιλοσοφία τους. Ο «μαρξιστικός ανθρωπισμός» της έβλεπε τον άνθρωπο ως ολιστική προσωπικότητα, διαμορφωμένη τόσο από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, όσο και από τις ιδιαίτερες ψυχολογικές ανάγκες του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Δεν ανήκε στις φεμινίστριες, ούτε έγραφε «γυναικεία λογοτεχνία». Μιλούσε για τον «άνθρωπο» θηλυκού ή αρσενικού γένους. Στα δύο μονόπρακτα που παρακολουθήσαμε, παρότι προσεγγίζει τις σχέσεις των δύο φύλων με τρυφερότητα, πρωταγωνίστριά της είναι ουσιαστικά η γυναίκα. Αυτή γνωρίζει περισσότερο, το δικό της τρεμάμενο βήμα να υπάρξει ως αυτόνομη προσωπικότητα περιγράφει, μινιμαλιστικά μεν, αλλά σε βάθος. Ο «Διάλογος» γράφτηκε το 1970. Δύο χρό¬νια μετά τον περίφημο Μάη του 1968 που έφερε ως σύνθημα «τη φαντασία στην εξουσία». Και το ερώτημα είναι: Άλλαξαν οι ζωές των ανθρώπων; Ο «Κορμοράνος» γράφτηκε το 1991, λίγο πριν από τον θάνατο της συγγραφέως. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου έγραψε το τέλος του ψυχρού πολέμου και της ιστορίας, είπαν μερικοί. Άλλαξαν οι ζωές των ανθρώπων; Ο Φραντζέσκο και η Μάρτα του «Διαλόγου» και ο Ντάριο με τη Φιορέλα του «Κορμοράνου», είναι απλά ζευγάρια της εποχής τους. Τα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν δεν άλλαξαν και πολλά στις σχέσεις ανδρών και γυναικών. Τα ίδια τρεμάμενα βήματα, το ίδιο «σύνδρομο της Σταχτοπούτας», οι ίδιες ρωγμές στις σχέσεις και τις ψυχές των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που η Γκίνσμπουργκ βάζει τους άνδρες να είναι διανοούμενοι (συγγραφείς, δημοσιογράφοι) και τις γυναίκες να γυρ¬νούν γύρω τους, ετερόφωτες λες και διψασμένες γι’ αγάπη. Η επάρκεια και σταθερότητα των ανδρών εμφανίζεται σαθρή και οι ψευδαισθήσεις των γυναικών παραμένουν εσαεί. Όλοι τους είναι ανικανοποίητοι, μη δεχόμενοι την πραγματικότητα όπως είναι και κυρίως δίνοντας μάχες σε λάθος πεδίο. Το μόνο που τους διαφοροποιεί είναι που οι γυναίκες τουλάχιστον αναγνωρίζουν τις συναισθηματικές τους ελλείψεις ενώ οι άνδρες εθελοτυφλούν ότι δήθεν έχουν τον έλεγχο. Επηρεασμένη σαφώς η συγγραφέας από τον «ιταλικό νεορεαλισμό», αφήνει την ποίηση να κάνει την περισσότερη δουλειά και να μετατρέπει την απλή καθημερινότητα σε έργο τέχνης. Ο σκηνοθέτης είδε τις γυναίκες της Γκίνσμπουργκ ως «δραστήριες» και «δυναμικές», έτσι τουλάχιστον τις περιγράφει στο προλογικό του σημείωμα. Ευτυχώς η Μίνα Χειμώνα δεν ακολούθησε αυτόν τον δρόμο. Έδειξε περισσότερο εκείνο το τρεμάμενο βήμα τους, την απελπισία τους μπροστά στην απώλεια και τη γήινη παραδοχή τους ότι είναι πλάσματα διψασμένα γι′ αγάπη και φροντίδα. Ο Κώστας Τερζάκης, κυρίως στον «Διάλογο», έπλασε έναν δύσκαμπτα και μονοσήμαντα εξωστρεφή Φραντζέσκο, αντί ν′ ακολουθήσει ερμηνευτικά τις εσωτερικές του μεταπτώσεις. Αντίθετα στον «Κορμοράνο» στάθηκε καλύτερα στον ρόλο του Ντάριο. Γενικά η σκηνοθεσία έδεσε αρμονικά τα δύο μονόπρακτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα που άφηνε τις υπόγειες ποιητικές υπερβάσεις της συγγραφέως να κυκλοφορήσουν.

Όλγα Μοσχοχωρίτου    Ημερησία    2004-2005

Ταυτότητα Παράστασης
Εγγραφείτε στο newsletter μας για να ξεφυλλίσετε το πρόγραμμα